ραβδίτης

ραβδίτης
(I)
ο, Ν
βιολ. πρωτεϊνικός ενδοκυτταρικός σχηματισμός, με μορφή ραβδίου και άγνωστη λειτουργία, ο οποίος περιέχεται στο καλυπτήριο σύστημα τής πλανάριας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhabdite (< ράβδος + επίθημα -ίτης)].
————————
(II)
ο, Ν
(ορυκτ.) μετεωρικό ορυκτό που αποτελεί ραβδόμορφη ποικιλία τού φρεϊβερσίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdite (< ράβδος + επίθημα -ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ραβδιτοειδής — η, Ν βιολ. τύπος προνύμφης που προέρχεται απευθείας από το αβγό ορισμένων νηματωδών σκωλήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabditoid (< ραβδίτης [Ι] + ειδής*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”